Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Employee
01
υπάλληλος, εργαζόμενος
someone who is paid by another to work for them
Παραδείγματα
The boss expected all the employees to arrive at work on time every day.
Το αφεντικό περίμενε όλοι οι υπάλληλοι να φτάνουν στη δουλειά στην ώρα τους κάθε μέρα.
The employee followed company policies and procedures.
Ο υπάλληλος ακολούθησε τις πολιτικές και τις διαδικασίες της εταιρείας.



























