Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
employed
01
απασχολούμενος, εργαζόμενος
having a job or being currently working for someone or a company
02
απασχολημένος, χρησιμοποιημένος
put to use
Λεξικό Δέντρο
underemployed
unemployed
employed
employ
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απασχολούμενος, εργαζόμενος
απασχολημένος, χρησιμοποιημένος
Λεξικό Δέντρο