Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Effrontery
01
θρασύτητα, αδιαντροπιά
a way of behaving that is shamelessly rude and bold
Παραδείγματα
His effrontery in questioning the boss ’s decisions was shocking.
Η θρασύτητά του να αμφισβητεί τις αποφάσεις του αφεντικού ήταν σοκαριστική.
The politician ’s effrontery in dismissing the public ’s concerns angered many voters.
Η θρασύτητα του πολιτικού να αγνοεί τις ανησυχίες του κοινού θύμωσε πολλούς ψηφοφόρους.



























