Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dysfunction
01
δυσλειτουργία, παρέκκλιση λειτουργίας
the impaired or abnormal functioning of an organ, system, or biological process, often resulting in diminished efficiency or health consequences
Παραδείγματα
Chronic stress can lead to dysfunction of the immune system, making individuals more susceptible to infections.
Το χρόνιο στρες μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, καθιστώντας τα άτομα πιο ευάλωτα σε λοιμώξεις.
Insulin dysfunction is a hallmark of diabetes mellitus, causing irregular blood glucose levels.
Η δυσλειτουργία της ινσουλίνης είναι χαρακτηριστικό του σακχαρώδη διαβήτη, προκαλώντας ανώμαλα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Λεξικό Δέντρο
dysfunctional
dysfunction



























