Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dysfunctional
01
δυσλειτουργικός, ελαττωματικός
not working normally in the body
Παραδείγματα
The patient was diagnosed with a dysfunctional kidney.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με δυσλειτουργικό νεφρό.
A dysfunctional heart valve can lead to serious complications.
Μια δυσλειτουργική καρδιακή βαλβίδα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές.
02
δυσλειτουργικός, απροσάρμοστος
(of a behavior or condition) not providing any useful or adaptive benefit
Παραδείγματα
Aggression can become a dysfunctional trait in cooperative environments.
Η επιθετικότητα μπορεί να γίνει ένα δυσλειτουργικό χαρακτηριστικό σε συνεργατικά περιβάλλοντα.
Psychologists studied dysfunctional coping strategies in trauma survivors.
Οι ψυχολόγοι μελέτησαν τις δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης στους επιζώντες από τραύμα.
03
δυσλειτουργικός, αποτυχημένος
unhealthy or broken in how people or groups operate together
Παραδείγματα
A dysfunctional family creates stress for children.
Μια δυσλειτουργική οικογένεια δημιουργεί στρες για τα παιδιά.
The company became dysfunctional after the leadership change.
Η εταιρεία έγινε δυσλειτουργική μετά την αλλαγή ηγεσίας.
Λεξικό Δέντρο
dysfunctional
dysfunction



























