Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dyno
01
dyno, δυναμικό άλμα
a dynamic move where the climber jumps or leaps to grab a distant hold
Παραδείγματα
He executed a perfect dyno to reach the high handhold on the overhang.
Εκτέλεσε ένα τέλειο dyno για να φτάσει στο ψηλό σημείο πιασίματος στον προεξέχοντα βράχο.
The challenging route required several dynos to complete.
Η απαιτητική διαδρομή απαιτούσε πολλά dyno για να ολοκληρωθεί.



























