LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dynamite
/dˈaɪnɐmˌaɪt/
/ˈdaɪnəˌmaɪt/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "dynamite"
Dynamite
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an explosive that is very powerful
to dynamite
ΡΉΜΑ
01
blow up with dynamite
Παράδειγμα
The
terrorists
attempted
to
blast
open
the
vault
with
dynamite
.
The
dynamite
was
used to
blow
the
tunnel
entrance
up
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App