Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dwelling
01
κατοικία, κατάλυμα
a place for living in, such as a house, apartment, etc.
Παραδείγματα
The old stone dwelling at the edge of the village has stood for over a century.
Το παλιό πέτρινο κατοικία στην άκρη του χωριού έχει στέκεται για πάνω από έναν αιώνα.
Each dwelling on the hillside was built using local timber and clay.
Κάθε κατοικία στην πλαγιά του λόφου χτίστηκε χρησιμοποιώντας τοπικό ξύλο και πηλό.
Λεξικό Δέντρο
dwelling
dwell



























