Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dwindling
01
φθίνων, μειούμενος
gradually decreasing until little remains
Dwindling
01
μείωση, ελάττωση
a becoming gradually less
Λεξικό Δέντρο
dwindling
dwindle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φθίνων, μειούμενος
μείωση, ελάττωση
Λεξικό Δέντρο