Dyed
volume
British pronunciation/dˈa‍ɪd/
American pronunciation/ˈdaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "dyed"

01

colored in a way that is not natural, but done artificially

dyed

adj

undyed

adj

undyed

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store