Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dyestuff
01
χρωστική ουσία, βαφή
a usually soluble substance for staining or coloring e.g. fabrics or hair
Λεξικό Δέντρο
dyestuff
dye
stuff
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χρωστική ουσία, βαφή
Λεξικό Δέντρο
dye
stuff