Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dyer
01
βαφέας, χρωματιστής
a person who dyes or colors fabrics or materials, often as a profession
Παραδείγματα
The dyer worked with natural dyes to color the cloth.
Ο βαφέας εργάστηκε με φυσικές χρωστικές ύλες για να χρωματίσει το ύφασμα.
In ancient times, the dyer was an important part of textile production.
Στην αρχαιότητα, ο βαφέας ήταν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής υφασμάτων.



























