Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
DWI
01
οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση μεθυσμένος
a term used in some jurisdictions to refer to the act of operating a motor vehicle while under the influence of alcohol or drugs
Παραδείγματα
He was arrested for driving while intoxicated after failing a breathalyzer test.
Συνελήφθη για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ μετά την αποτυχία σε ένα τεστ αλκοολικής έκπνοης.
They decided to take a taxi home instead of driving while intoxicated.
Αποφάσισαν να πάρουν ταξί για το σπίτι αντί να οδηγήσουν υπό την επήρεια αλκοόλ.



























