dweller
dwe
ˈdwɛ
ντουε
ller
lɜr
λερρ
British pronunciation
/dwˈɛlɐ/

Ορισμός και σημασία του "dweller"στα αγγλικά

01

κάτοικος, κατοικητής

a person or animal that resides in a particular place or habitat
example
Παραδείγματα
The cave dweller left behind ancient tools and artifacts.
Ο κάτοικος του σπηλαίου άφησε πίσω του αρχαία εργαλεία και αντικείμενα.
Urban dwellers often enjoy the conveniences of city life.
Οι κάτοικοι των αστικών περιοχών απολαμβάνουν συχνά τις ανέσεις της αστικής ζωής.

Λεξικό Δέντρο

indweller
dweller
dwell
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store