Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dweller
01
κάτοικος, κατοικητής
a person or animal that resides in a particular place or habitat
Παραδείγματα
The cave dweller left behind ancient tools and artifacts.
Ο κάτοικος του σπηλαίου άφησε πίσω του αρχαία εργαλεία και αντικείμενα.
Urban dwellers often enjoy the conveniences of city life.
Οι κάτοικοι των αστικών περιοχών απολαμβάνουν συχνά τις ανέσεις της αστικής ζωής.
Λεξικό Δέντρο
indweller
dweller
dwell



























