Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
downtrodden
01
καταπιεσμένος, καταδυναστευμένος
oppressed or treated unfairly, especially by those in power
Παραδείγματα
The downtrodden workers protested against unjust working conditions.
Οι καταπιεσμένοι εργάτες διαμαρτυρήθηκαν ενάντια σε άδικες συνθήκες εργασίας.
Throughout history, the downtrodden have fought for their rights and freedoms.
Σε όλη την ιστορία, οι καταπιεσμένοι έχουν πολεμήσει για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους.



























