Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Downtime
01
χρόνος διακοπής λειτουργίας, downtime
the time in which a machine, like a computer, is not operational
Παραδείγματα
The computer experienced downtime due to a software update.
Ο υπολογιστής γνώρισε χρόνο διακοπής λόγω ενημέρωσης λογισμικού.
Downtime in the factory affected the overall production schedule.
Ο χρόνος διακοπής λειτουργίας στο εργοστάσιο επηρέασε το συνολικό πρόγραμμα παραγωγής.
Λεξικό Δέντρο
downtime
down
time



























