
Αναζήτηση
to allow for
[phrase form: allow]
01
επιτρέπω, δεχτώ
to accept a particular action or behavior
Example
The teacher does n't allow for talking during exams to maintain a fair testing environment.
Ο δάσκαλος δεν επιτρέπει να μιλάνε κατά τη διάρκεια των εξετάσεων για να διατηρηθεί ένα δίκαιο περιβάλλον εξέτασης.
The school policy does n't allow for bullying or harassment of any kind.
Η πολιτική του σχολείου δεν επιτρέπει τον εκφοβισμό ή τη παρενόχληση οποιουδήποτε είδους.
02
λαμβάνω υπόψη, υπολογίζω
to consider a particular factor when planning or making arrangements
Example
When planning the road trip, we need to allow for possible traffic delays.
Όταν προγραμματίζουμε το ταξίδι με αυτοκίνητο, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πιθανά καθυστερήσεις στην κυκλοφορία.
The construction schedule allows for unexpected weather-related setbacks.
Το πρόγραμμα κατασκευής λαμβάνει υπόψη απρόσμενες καθυστερήσεις λόγω καιρού.
03
επιτρέπω, παρέχω χώρο
to provide enough space or time for a particular purpose or activity
Example
The room layout should allow for comfortable seating and movement during the event.
Η διάταξη του δωματίου θα πρέπει να παρέχει άνετη καθιστική και κίνηση κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
The garden design must allow for space between plants to encourage healthy growth.
Ο σχεδιασμός του κήπου πρέπει να παρέχει χώρο μεταξύ των φυτών για να ενθαρρύνει την υγιή ανάπτυξη.