Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disgracefully
01
επονείδιστα, με επαίσχυντο τρόπο
in a manner that is shocking, dishonorable, or morally unacceptable
Παραδείγματα
The politician behaved disgracefully during the debate, shouting over others and spreading false claims.
Ο πολιτικός συμπεριφέρθηκε επονείδιστα κατά τη διάρκεια της συζήτησης, φωνάζοντας στους άλλους και διαδίδοντας ψευδείς ισχυρισμούς.
She disgracefully abandoned her team just before the final match.
Εκείνη ευτελώς εγκατέλειψε την ομάδα της λίγο πριν από τον τελικό αγώνα.
Λεξικό Δέντρο
disgracefully
disgraceful
graceful
grace



























