Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shamefully
01
ντροπιαστικά, με ντροπιαστικό τρόπο
in a manner that is disgraceful or morally wrong
Παραδείγματα
She behaved shamefully by ignoring her responsibilities.
Συμπεριφέρθηκε ντροπιαστικά αγνοώντας τις ευθύνες της.
The company was shamefully negligent in protecting its workers.
Η εταιρεία ήταν ντροπιαστικά αμελής στην προστασία των εργαζομένων της.
Λεξικό Δέντρο
shamefully
shameful
shame



























