Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ingloriously
01
ατιμωτικά, επαίσχυντα
in a way that lacks honor, distinction, or dignity
Παραδείγματα
The once-promising athlete ingloriously retired after a string of scandals.
Ο κάποτε υποσχόμενος αθλητής αποσύρθηκε ατίμως μετά από μια σειρά σκανδάλων.
Their army ingloriously retreated, leaving the city undefended.
Ο στρατός τους υποχώρησε ατίμως, αφήνοντας την πόλη απροστάτευτη.
Λεξικό Δέντρο
ingloriously
gloriously
glorious
glory



























