Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shamelessly
01
αναιδώς, χωρίς ντροπή
in a way that shows no embarrassment, guilt, or remorse
Παραδείγματα
He shamelessly bragged about his achievements.
Κόλλησε αναιδώς για τα επιτεύγματά του.
She shamelessly ignored the rules and did whatever she wanted.
Αγνόησε αναιδώς τους κανόνες και έκανε ό,τι ήθελε.
Λεξικό Δέντρο
shamelessly
shameless
shame



























