Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shameless
01
αναιδής, ξεδιάντροπος
behaving boldly or in a morally questionable manner without feeling embarrassment or remorse
Παραδείγματα
The shameless politician was caught in a scandal but showed no remorse.
Ο αναιδής πολιτικός πιάστηκε σε σκάνδαλο αλλά δεν έδειξε καθόλου μεταμέλεια.
She made shameless boasts about her wealth and accomplishments.
Έκανε αναιδείς καυχήματα για τον πλούτο και τα επιτεύγματά της.
Λεξικό Δέντρο
shamelessly
shamelessness
shameless
shame



























