Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discreetly
01
διακριτικά, προσεκτικά
with the intention of avoiding notice or preserving privacy
Παραδείγματα
The doctor discreetly shared sensitive information with the patient.
Ο γιατρός διακριτικά μοιράστηκε ευαίσθητες πληροφορίες με τον ασθενή.
The host discreetly addressed a disruptive guest without causing a scene.
Ο οικοδεσπότης διακριτικά αντιμετώπισε έναν ενοχλητικό επισκέπτη χωρίς να προκαλέσει σκηνή.
Λεξικό Δέντρο
indiscreetly
discreetly
discreet



























