Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
confidentially
01
εμπιστευτικά, με τρόπο που διατηρεί την εμπιστοσύνη
in a manner that maintains trust and protect sensitive details
Παραδείγματα
The counselor spoke confidentially with the student to address personal concerns.
Ο σύμβουλος μίλησε εμπιστευτικά με τον μαθητή για να αντιμετωπίσει προσωπικές ανησυχίες.
The doctor discussed the patient 's condition confidentially with the family.
Ο γιατρός συζήτησε την κατάσταση του ασθενούς εμπιστευτικά με την οικογένεια.
Λεξικό Δέντρο
confidentially
confidential
confident



























