Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
confident
01
με αυτοπεποίθηση, σίγουρος
having a strong belief in one's abilities or qualities
Παραδείγματα
He 's confident about his decision to start a new business.
Είναι βέβαιος για την απόφασή του να ξεκινήσει μια νέα επιχείρηση.
I 'm confident that we can finish the project on time.
Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να ολοκληρώσουμε το έργο εγκαίρως.
02
με αυτοπεποίθηση, αξιόπιστος
not liable to error in judgment or action
Παραδείγματα
She was confident that her team would win the championship.
Ήταν βέβαιη ότι η ομάδα της θα κέρδιζε το πρωτάθλημα.
He felt confident that his plan would succeed.
Αισθανόταν βέβαιος ότι το σχέδιό του θα πετύχει.
Λεξικό Δέντρο
confidently
overconfident
confident
confide



























