Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
secretly
01
κρυφά, στα κρυφά
in a manner that is kept hidden from others
Παραδείγματα
The surprise party was planned secretly to maintain the element of surprise.
Το πάρτι έκπληξη σχεδιάστηκε κρυφά για να διατηρηθεί το στοιχείο της έκπληξης.
She smiled secretly, enjoying a private moment of joy.
Χαμογέλασε κρυφά, απολαμβάνοντας μια ιδιωτική στιγμή χαράς.
02
κρυφά, εσωτερικά
not openly; inwardly
Λεξικό Δέντρο
secretly
secret



























