Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discrepant
01
ασυμφωνητικός, ασύμβατος
having no agreement with something
Παραδείγματα
The discrepant data from the two experiments led to confusion about the results.
Τα ασυνεπή δεδομένα από τα δύο πειράματα οδήγησαν σε σύγχυση σχετικά με τα αποτελέσματα.
The discrepant opinions in the meeting made it challenging to reach a consensus.
Οι διαφωνικές απόψεις στη συνάντηση έκαναν δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης.
Λεξικό Δέντρο
discrepant
discrep



























