Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discrete
01
διακριτός, ξεχωριστός
individually separate and easily identifiable
Παραδείγματα
The course was divided into discrete modules, each focusing on a specific topic.
Το μάθημα χωρίστηκε σε διακριτές ενότητες, καθεμία επικεντρώνοντας σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
In mathematics, a discrete variable takes on distinct, separate values.
Στα μαθηματικά, μια διακριτή μεταβλητή παίρνει ξεχωριστές, διακριτές τιμές.
Λεξικό Δέντρο
discretely
discreteness
indiscrete
discrete



























