Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disciplined
01
πειθαρχημένος, αυστηρός
having devoted a lot of time and effort into learning necessary skills for a particular field or activity
Παραδείγματα
He is a disciplined musician who has practiced diligently to master his instrument.
Είναι ένας πειθαρχημένος μουσικός που έχει εξασκήσει επιμελώς για να κυριαρχήσει στο όργανό του.
The disciplined athlete adheres strictly to their training regimen to achieve peak performance.
Ο πειθαρχημένος αθλητής τηρεί αυστηρά το πρόγραμμα προπόνησής του για να επιτύχει αιχμηρή απόδοση.
02
πειθαρχημένος, υπακούει στους κανόνες
obeying the rules
Λεξικό Δέντρο
undisciplined
disciplined
discipline



























