Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disclosed
Παραδείγματα
The report contains previously disclosed financial information.
Η έκθεση περιέχει προηγουμένως αποκαλυφθείσες οικονομικές πληροφορίες.
The witness testified based on disclosed evidence from the investigation.
Ο μάρτυρας καταθέτησε με βάση τα αποκαλυφθέντα στοιχεία από την έρευνα.
Λεξικό Δέντρο
undisclosed
disclosed
closed
close



























