Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disciple
01
μαθητής, οπαδός
a follower or student who adheres to the teachings and practices of a particular leader, teacher, or philosophy
Παραδείγματα
Jesus Christ had many disciples who followed him and spread his teachings.
Ο Ιησούς Χριστός είχε πολλούς μαθητές που τον ακολουθούσαν και διαδίδονταν τις διδασκαλίες του.
The guru 's disciples gathered each morning for meditation and spiritual guidance.
Οι μαθητές του γκουρού συγκεντρώνονταν κάθε πρωί για διαλογισμό και πνευματική καθοδήγηση.
Λεξικό Δέντρο
discipleship
disciple



























