Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discernibly
01
αντιληπτά, εμφανώς
in a way that can be perceived or recognized
Παραδείγματα
The improvement in her performance was discernibly evident.
Η βελτίωση στην απόδοσή της ήταν αισθητά εμφανής.
The shift in attitude was discernibly reflected in his behavior.
Η αλλαγή στη στάση αντανακλάστηκε αισθητά στη συμπεριφορά του.
Λεξικό Δέντρο
discernibly
discernible
discern



























