Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alienated
01
αποξενωμένος, απομονωμένος
feeling isolated, disconnected, or distant from others or from society as a whole
Παραδείγματα
After the move to a different city, she felt alienated from her old friends.
Μετά τη μετακόμιση σε μια διαφορετική πόλη, αισθάνθηκε αποξενωμένη από τους παλιούς της φίλους.
The teenager felt alienated at school because of his unique interests.
Ο έφηβος αισθάνθηκε αποξενωμένος στο σχολείο λόγω των μοναδικών του ενδιαφερόντων.
02
αλλοτριωμένος, απομονωμένος
caused to be unloved
Λεξικό Δέντρο
alienated
alienate
alien



























