Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
derisively
01
χλευαστικά, με περιφρόνηση
in a manner that shows contempt or ridicule
Παραδείγματα
The critics spoke derisively of the film, calling it amateurish and dull.
Οι κριτικοί μίλησαν χλευαστικά για την ταινία, χαρακτηρίζοντάς την ερασιτεχνική και βαρετή.
She laughed derisively at his naive suggestion.
Γέλασε χλευαστικά με την αφελή πρότασή του.
Λεξικό Δέντρο
derisively
derisive
deris



























