Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scoffingly
01
χλευαστικά, περιφρονητικά
in a manner that expresses scorn, contempt, or derision
Παραδείγματα
She scoffingly dismissed the idea as unrealistic.
Απέρριψε χλευαστικά την ιδέα ως μη ρεαλιστική.
He scoffingly laughed at the suggestion that he might lose the race.
Γέλασε χλευαστικά με την υπόδειξη ότι θα μπορούσε να χάσει τον αγώνα.



























