Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scleroderma
01
σκληροδέρμα, γένος δηλητηριωδών μυκήτων με σκληρόδερμους καρπούς: ψεύτικες τρούφες
genus of poisonous fungi having hard-skinned fruiting bodies: false truffles
02
σκληροδερμία, συστημική σκλήρυνση
a rare autoimmune disease that causes skin and tissue hardening, affecting internal organs
Παραδείγματα
Scleroderma leads to skin and tissue hardening, causing discomfort.
Η σκληροδερμία οδηγεί στη σκλήρυνση του δέρματος και των ιστών, προκαλώντας δυσφορία.
The tightness in her fingers was a symptom of scleroderma.
Η ακαμψία στα δάχτυλά της ήταν ένα σύμπτωμα της σκληροδερμίας.



























