Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mockingly
01
χλευαστικά, γελοιοποιητικά
in a way that ridicules or makes fun of someone or something
Παραδείγματα
She laughed mockingly at his failed attempt to impress the crowd.
Γέλασε χλευαστικά με την αποτυχημένη απόπειρά του να εντυπωσιάσει το πλήθος.
He mockingly repeated her words in a high-pitched voice.
Επανέλαβε χλευαστικά τα λόγια της με υψηλή φωνή.
02
χλευαστικά, με χλευασμό
in a disrespectful jeering manner
Λεξικό Δέντρο
mockingly
mocking
mock



























