LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dereliction
/dˌɛɹɪlˈɪkʃən/
/ˌdɛɹəˈɫɪkʃən/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "dereliction"
Dereliction
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
παράλειψη
an intentional failure to perform one's duty
02
παράλειψη
the act of delibrate abandoning of something or the state of being abandoned
delinquency
willful neglect
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App