Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dereliction
01
παράλειψη, αμέλεια
an intentional failure to perform one's duty
02
εγκατάλειψη, αμέλεια
the act of delibrate abandoning of something or the state of being abandoned
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παράλειψη, αμέλεια
εγκατάλειψη, αμέλεια