Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deregulation
01
απελευθέρωση, εκχώρηση
the act of freeing from regulation (especially from governmental regulations)
Λεξικό Δέντρο
deregulation
regulation
regulate
regul
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απελευθέρωση, εκχώρηση
Λεξικό Δέντρο