deregulate
deregulate
British pronunciation
/diːɹˈɛɡjuːlˌe‍ɪt/

Ορισμός και σημασία του "deregulate"στα αγγλικά

to deregulate
01

απορρυθμίζω, εκσυγχρονίζω

to remove or reduce regulations or restrictions on a particular industry or activity
example
Παραδείγματα
The government decided to deregulate the telecommunications industry to promote competition and innovation.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τους κανονισμούς στην τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία για να προωθήσει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία.
Some argue that deregulating certain sectors of the economy can lead to increased efficiency and lower prices for consumers.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η απορρύθμιση ορισμένων τομέων της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αποτελεσματικότητα και χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store