Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demonstrable
01
αποδεικτός, εμφανής
clearly and easily understood
Παραδείγματα
The lawyer will present demonstrable evidence to the jury to support his client's innocence.
Ο δικηγόρος θα παρουσιάσει αποδεικτικές αποδείξεις στους ένορκους για να υποστηρίξει την αθωότητα του πελάτη του.
The study will provide demonstrable proof of the benefits of the new treatment.
Η μελέτη θα παρέχει αποδεικτικές αποδείξεις για τα οφέλη της νέας θεραπείας.
Παραδείγματα
His argument was demonstrable with solid data that confirmed his predictions.
Το επιχείρημά του ήταν αποδεικτικό με στερεά δεδομένα που επιβεβαίωναν τις προβλέψεις του.
The company ’s claims about the product are demonstrable, backed by multiple scientific studies.
Οι ισχυρισμοί της εταιρείας για το προϊόν είναι αποδεικτικοί, υποστηριζόμενοι από πολλές επιστημονικές μελέτες.
Λεξικό Δέντρο
demonstrability
demonstrably
demonstrable
demonstr



























