Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demonstrably
01
αποδεικνύεται, με τρόπο που μπορεί να αποδειχθεί
in a way that can be clearly shown or proven
Παραδείγματα
The experiment demonstrably supported the hypothesis.
Το πείραμα αποδεικνύεται υποστήριξε την υπόθεση.
Her skills were demonstrably superior to the rest of the team.
Οι δεξιότητές της ήταν αποδεδειγμένα ανώτερες από τις υπόλοιπες της ομάδας.
Λεξικό Δέντρο
demonstrably
demonstrable
demonstr



























