Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demonic
01
δαιμονικός, διαβολικός
excessively cruel or evil
Παραδείγματα
His demonic grin revealed his sinister intentions.
Το δαιμονικό του χαμόγελο αποκάλυψε τις διαβολικές του προθέσεις.
The demonic laughter echoed through the abandoned house, sending shivers down their spines.
Το δαιμονικό γέλιο αντήχησε μέσα από το εγκαταλειμμένο σπίτι, κάνοντάς τους να τρέμουν.
Λεξικό Δέντρο
demonic
demon



























