Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
verifiable
01
επαληθεύσιμος, επιβεβαιώσιμος
able to be proven or confirmed as true or accurate through evidence or reliable sources
Παραδείγματα
The verifiable data supported the scientist's hypothesis.
Τα επαληθεύσιμα δεδομένα υποστήριξαν την υπόθεση του επιστήμονα.
Her verifiable credentials were confirmed by the hiring manager.
Όλα τα επαληθεύσιμα διαπιστευτήριά της επιβεβαιώθηκαν από τον υπεύθυνο πρόσληψης.
Λεξικό Δέντρο
unverifiable
verifiable
verify
ver



























