Confirmable
volume
British pronunciation/kənfˈɜːməbəl/
American pronunciation/kənˈfɝməbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "confirmable"

confirmable
01

capable of being tested (verified or falsified) by experiment or observation

word family

confirm

confirm

Verb

confirmable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store