Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
confined
01
περιορισμένος, περιωρισμένος
restricted or limited in space, area, or movement
Παραδείγματα
The dog was confined to the backyard because of the broken fence.
Ο σκύλος ήταν περιορισμένος στην πίσω αυλή λόγω του σπασμένου φράχτη.
She felt confined in the small room with no windows.
Αισθάνθηκε περιορισμένη στο μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα.
02
περιορισμένος, εγκλωβισμένος
not invading healthy tissue
03
περιορισμένος, σε αιχμαλωσία
being in captivity
Λεξικό Δέντρο
unconfined
confined
confine



























