Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
veritable
01
αληθινός, γνήσιος
positively true and genuine
02
πραγματικός, αληθινός
used to intensify a description, often a metaphoric description, of someone or something
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αληθινός, γνήσιος
πραγματικός, αληθινός