LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Veritable
/vˈɛɹɪtəbəl/
/ˈvɛɹɪtəbəɫ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "veritable"
veritable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
πραγματικός
positively true and genuine
authentic
bona fide
unquestionable
02
πραγματικός
used to intensify a description, often a metaphoric description, of someone or something
regular(a)
veritable(a)
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App