Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deadening
01
εξουδετέρωση, ουδετεροποίηση
the act of making something futile and useless (as by routine)
deadening
Παραδείγματα
The deadening lecture caused many students to drift off to sleep.
Η βαρετή διάλεξη έκανε πολλούς μαθητές να κοιμηθούν.
His deadening monologue about the company ’s policies left the audience yawning.
Η βαρετή μονόλογος του για τις πολιτικές της εταιρείας άφησε το κοινό να χασμουριέται.
Λεξικό Δέντρο
deadening
deaden



























