Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deadbolt
01
μάνταλο, κλειδαριά ασφαλείας
a secure lock mechanism that uses a solid metal bolt to provide added protection by firmly securing a door in place
Λεξικό Δέντρο
deadbolt
dead
bolt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μάνταλο, κλειδαριά ασφαλείας
Λεξικό Δέντρο
dead
bolt